-
1 антрекот
-
2 бифштекс
-
3 бифштекс
бифштексм кул. τό μπιφτέκι. -
4 бифштекс
[μπκρστέκς] ουα. α. μπιφτέκι -
5 котлета
[κατλιέτα] ουσ. θ. μπιφτέκι, κεφτές -
6 бифштекс
[μπκρστέκς] ουα. α μπιφτέκι -
7 котлета
[κατλιέτα] ουσ θ μπιφτέκι, κεφτές -
8 бифштекс
-а α.μπιφτέκι.
См. также в других словарях:
μπιφτέκι — το παρασκεύασμα από κιμά ζυμωμένο συνήθως με κρεμμύδι, λάδι και διάφορα μπαχαρικά, το οποίο ψήνεται σε φούρνο ή σε σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bifteck < αγγλ. beefsteak «φέτα βοδινού κρέατος»] … Dictionary of Greek
μπιφτέκι — το (λ. γαλλ.), έδεσμα που φτιάχνεται από κιμά ο οποίος πλάθεται και παίρνει στρογγυλό και πλατύ σχήμα σαν μεγάλος κεφτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek